- εὐ-πετάλεια
εὐ-πετάλεια, ἡ, fem. zum Folgdn, Sp. p.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πετάλεια, ἡ, fem. zum Folgdn, Sp. p.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πετάλεια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650), στην πρώην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Θιναλίου … Dictionary of Greek