εὐ-περί-στατος

εὐ-περί-στατος

εὐ-περί-στατος, leicht umgebend, umstrickend, ἁμαρτία, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπερίστατος — εὐπερίστατος, ον (Α) 1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στατος (< περι ίσταμαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”