- εὐ-περί-στρεπτος
εὐ-περί-στρεπτος, leicht zu drehen, zu wenden, E. M. 728, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-περί-στρεπτος, leicht zu drehen, zu wenden, E. M. 728, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek