- εὐ-περί-σπαστος
εὐ-περί-σπαστος, leicht herum-, wegzuziehen, Xen. Cyn. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-περί-σπαστος, leicht herum-, wegzuziehen, Xen. Cyn. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπερίσπαστος — εὐπερίσπαστος, ον (Α) αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί σπαστος (< περι σπώ), πρβλ. α περί σπαστος, πολυ περί σπαστος] … Dictionary of Greek