εὐ-περί-πατος

εὐ-περί-πατος

εὐ-περί-πατος, wohl umhergehend, Luc. Tragod. 323.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • μεσόπατος — μεσόπατος, ὁ και μεσόπατον, τὸ (Μ) μέρος τής οικίας ή δωμάτιο που βρίσκεται ανάμεσα σε πατώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * πάτος (πρβλ. από πατος, περί πατος)] …   Dictionary of Greek

  • ευπερίπατος — εὐπερίπατος, ον (Α) αυτός που δεν εμποδίζει κάποιον να περπατά εύκολα («φέρεις ἄλγημα... εὐπερίπατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί πατος] …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”