- εὐ-περί-τρεπτος
εὐ-περί-τρεπτος, leicht umzuwenden, umzuwerfen, λίϑος Ath. IV, 155 e; – leicht zu widerlegen, Luc. Iup. Trag. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-περί-τρεπτος, leicht umzuwenden, umzuwerfen, λίϑος Ath. IV, 155 e; – leicht zu widerlegen, Luc. Iup. Trag. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπερίτρεπτος — εὐπερίτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα 2. εύκαμπτος, ευλύγιστος 3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι τρεπτος (< περι τρέπω) … Dictionary of Greek