- κνῑπόω
κνῑπόω, knickern, knausern. – Nach Hesych. sind κεκνιπωμένοι = καρποὶ ὑπὸ ἐρυσίβης διεφϑαρμένοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνῑπόω, knickern, knausern. – Nach Hesych. sind κεκνιπωμένοι = καρποὶ ὑπὸ ἐρυσίβης διεφϑαρμένοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.