κνῑπότης

κνῑπότης

κνῑπότης, ητος, ἡ, Knickerei (?). – Bei Hippocr. u. Galen. eine Entzündung der Augen, wobei diese klein u. trüb erscheinen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνιπότης — κνιπότης, ητος, ή (Α) η φλόγωση τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • κνιπότης — irritation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιπότητα — κνιπότης irritation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • λεπτολογία — η (Α λεπτολογία) [λεπτολόγος] η λεπτομερής εξέταση ενός πράγματος νεοελλ. η ιδιότητα τού λεπτολόγου αρχ. 1. η σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος 2. η κνιπότης* 3. πάπ. στρεψοδικία, ραδιουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”