- κνῑπεία
κνῑπεία, ἡ, Knickerei, Armuth, Mangel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνῑπεία, ἡ, Knickerei, Armuth, Mangel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνιπείᾳ — κνιπείᾱͅ , κνιπεία miserliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιπεία — κνιπεία, ή (AM) [κνιπεύω] μσν. κνιπία*. αρχ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά … Dictionary of Greek
κνιπείαν — κνιπείᾱν , κνιπεία miserliness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)