κίθαρις — κίθαρις, ιος, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. είδος φόρμιγγας ή λύρας («κήρυξ δ ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν Φημίῳ», Ομ. Οδ.) 2. η κιθαριστική τέχνη, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα, το κιθάρισμα 3. διάδημα που αποτελεί μέρος τού στολισμού τής… … Dictionary of Greek
κίθαρις — playing on the cithara fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρη — κίθαρις playing on the cithara fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) κίθαρις playing on the cithara fem acc dual (doric aeolic) κιθά̱ρη , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρηι — κίθαρις playing on the cithara fem dat sg (epic) κιθά̱ρῃ , κιθάρα lyre fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρης — κίθαρις playing on the cithara fem nom/voc pl (doric aeolic) κιθά̱ρης , κιθάρα lyre fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάριος — κίθαρις playing on the cithara fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρισιν — κίθαρις playing on the cithara fem dat pl (epic doric ionic aeolic) κιθάρισις playing on the cithara fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίθαριν — κίθαρις playing on the cithara fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίταριν — κίθαρις playing on the cithara fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίταρις — κίθαρις playing on the cithara fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκίθαρις — άρεως, ὁ, ἡ, και δ. γρφ. χρυσοκίθαρος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κίθαρις / κίθαρος (< κιθάρα / κίθαρις), πρβλ. ἀ κίθαρις] … Dictionary of Greek