- κίνηθρον
κίνηθρον, τό, = κίνητρον, Poll. 7, 169, wo Bekker κύκηϑρον lies't; die Getreideschwinge, Schol. Od. 11, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνηθρον, τό, = κίνητρον, Poll. 7, 169, wo Bekker κύκηϑρον lies't; die Getreideschwinge, Schol. Od. 11, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνηθρον — κίνηθρον, τὸ (Α) κίνητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη (πρβλ. ε κινή θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθ. θρον (πρβλ. έλκη θρον, κόπη θρον)] … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek