κίθαρος — κίθαρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος 2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός 3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον… … Dictionary of Greek
κίθαρος — chest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρου — κίθαρος chest masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρους — κίθαρος chest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρων — κίθαρος chest masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρῳ — κίθαρος chest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίθαροι — κίθαρος chest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίθαρον — κίθαρος chest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
κιθάριον — κιθάριον, τὸ (Α) υποκορ. του ψαριού κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κιθαργός — κιθαργός, ὁ (Μ) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κίθαρος] … Dictionary of Greek