κίθαρος

κίθαρος

κίθαρος, , 1) ein Fisch aus dem Geschlechte der Schollen, dem Apollo heilig, Arist. H. A. 2, 17; ein Nilfisch, Strab. XVII, 823 Ath. VII, 306; vgl. κιϑαρῳδός. – 2) die Brust, der Brustkasten, = ϑώραξ, Hippocr. u. a. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίθαρος — κίθαρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος 2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός 3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίθαρος — chest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρου — κίθαρος chest masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρους — κίθαρος chest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρων — κίθαρος chest masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρῳ — κίθαρος chest masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίθαροι — κίθαρος chest masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίθαρον — κίθαρος chest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • κιθάριον — κιθάριον, τὸ (Α) υποκορ. του ψαριού κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κιθαργός — κιθαργός, ὁ (Μ) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κίθαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”