κίγκλος

κίγκλος

κίγκλος, , ein Wasservogel, der den Schwanz oft hin u. her bewegt, wie die Bachstelze; Arist. H. A. 8, 3. 9, 12; Ael. H. A. 12, 9; VLL. Sprichwörtlich κίγκλου πτωχότερος, weil man glaubte, dieser Vogel baue kein eigenes Nest, auch κιγκάλου πτωχότερος. – Bei Numen. Ath. VII, 326 a ist κίγκαλος od. nach Schweighäusers Verbesserung des Metrums wegen κίγκλος ein Fisch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίγκλος — dabchick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… …   Dictionary of Greek

  • κίγκλω — κίγκλος dabchick masc nom/voc/acc dual κίγκλος dabchick masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίγκλοι — κίγκλος dabchick masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίγκλου — κίγκλος dabchick masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίγκλους — κίγκλος dabchick masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίγκαλος — κίγκαλος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος»*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος] …   Dictionary of Greek

  • κίλλουρος — κίλλουρος, ὁ (Α) ο κίγκλος*, η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ ουρος το β συνθετικό ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ ουρος). Ως προς το α συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava),… …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίζω — (I) κιγκλίζω (Α) [κίγκλος] 1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος* («κιγκλίζει σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.) 2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν… …   Dictionary of Greek

  • κιγκλοβάτης — κιγκλοβάτης, δωρ. τ. κιγκλωβάτας, ὁ (Α) αυτός που περπατά πεταχτά, όπως το πτηνό κίγκλος* («λορδοῡ κιγκλοβάταν ῥυθμόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίγκλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, τεθριππο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • Brown Songlark — male, near Baradine, New South Wales Conservation status …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”