κίγκλος — dabchick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… … Dictionary of Greek
κίγκλω — κίγκλος dabchick masc nom/voc/acc dual κίγκλος dabchick masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίγκλοι — κίγκλος dabchick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίγκλου — κίγκλος dabchick masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίγκλους — κίγκλος dabchick masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίγκαλος — κίγκαλος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος»*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος] … Dictionary of Greek
κίλλουρος — κίλλουρος, ὁ (Α) ο κίγκλος*, η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ ουρος το β συνθετικό ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ ουρος). Ως προς το α συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava),… … Dictionary of Greek
κιγκλίζω — (I) κιγκλίζω (Α) [κίγκλος] 1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος* («κιγκλίζει σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.) 2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν… … Dictionary of Greek
κιγκλοβάτης — κιγκλοβάτης, δωρ. τ. κιγκλωβάτας, ὁ (Α) αυτός που περπατά πεταχτά, όπως το πτηνό κίγκλος* («λορδοῡ κιγκλοβάταν ῥυθμόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίγκλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek
Brown Songlark — male, near Baradine, New South Wales Conservation status … Wikipedia