- κίκαμα
κίκαμα, τά, eine Gemüseart, Nic. Ther. 841; bei Eutecn. κίκαμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκαμα, τά, eine Gemüseart, Nic. Ther. 841; bei Eutecn. κίκαμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκαμα — κίκαμα, τὰ, στον Ησύχ. κικαμία, ἡ (Α) είδος λάχανου όμοιου με την καυκαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. είναι χαρακτηριστική ονομασιών φυτών (πρβλ. σήσ αμα)] … Dictionary of Greek