- ζίγγος
ζίγγος, ὁ, Hesych., das Summen der Bienen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζίγγος, ὁ, Hesych., das Summen der Bienen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζίγγος — ζίγγος, ό (Α) (κατά τον Ησύχ.) βοή μελισσών ή άλλων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η λ. ζίγγος όσο και το μετονοματικό ρ. ζιγγώ «πίνω» είναι ονοματοποιητικά] … Dictionary of Greek
ζίγγος — humming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζιγγώ — ζιγγώ, όω (Α) πίνω, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζίγγος] … Dictionary of Greek