κίγκαλος, ὁ, = κίγκλος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίγκαλος — κίγκαλος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος»*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος] … Dictionary of Greek