- κίκινος
κίκινος, vom Wunderbaume gemacht, ἔλαιον, Ricinusöl, Diosc. u. a. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκινος, vom Wunderbaume gemacht, ἔλαιον, Ricinusöl, Diosc. u. a. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκινος — made from the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκινος — η, ο (Α κίκινος, ίνη, ον) [κίκι] αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό τού φυτού κίκι* … Dictionary of Greek
κικίνων — κίκινος made from the fem gen pl κίκινος made from the masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκινον — κίκινος made from the masc acc sg κίκινος made from the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίνης — κίκινος made from the fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίνου — κίκινος made from the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίνῳ — κίκινος made from the masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Клещевина — (Ricinus communis L.) растение из семейства молочайных (Euphorbiaceae), дико растущее в Индии и в Южной Америке и теперь возделываемое в теплых и умеренных климатах. К. отличается необычайно энергичным ростом, так что некоторые историки полагают … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κίκι — το (Α κίκι και κῑκι, εως και ιος) το φυτό ρίκινος αρχ. το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό τού φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως. ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ ικιον. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α … Dictionary of Greek