- κίκκαβος
κίκκαβος, ὁ, eine sehr kleine Münze im Hades, komisch fingirt, Phereer. bei Poll. 9, 83; vgl. Phot. 164, 18; Lob. Path. p. 286. Vgl. κίκκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκκαβος, ὁ, eine sehr kleine Münze im Hades, komisch fingirt, Phereer. bei Poll. 9, 83; vgl. Phot. 164, 18; Lob. Path. p. 286. Vgl. κίκκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… … Dictionary of Greek
κίκκαβος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικκάβους — κίκκαβος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικκάβινος — κικκάβινος, ίνη, ον (Α) [κίκκαβος] αυτός που αξίζει όσο ένας κίκκαβος*, ευτελής, ασήμαντος, μηδαμινός … Dictionary of Greek
κικκάβιν — και κικκάβιον (Α) [κίκκαβος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάχιστον, οὐδέν» … Dictionary of Greek