- κίκιννος
κίκιννος, ὁ, gekräuseltes Haar, Haarlocke; Ar. Vesp. 1064; Eupol. bei Poll. 2, 28; Theocr. 14, 4 u. öfter in der Anth., z. B. Mel. 66 (V, 197).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκιννος, ὁ, gekräuseltes Haar, Haarlocke; Ar. Vesp. 1064; Eupol. bei Poll. 2, 28; Theocr. 14, 4 u. öfter in der Anth., z. B. Mel. 66 (V, 197).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκιννος — κίκιννος, ὁ (Α) σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος] … Dictionary of Greek
κίκιννος — ringlet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίννοις — κίκιννος ringlet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίννους — κίκιννος ringlet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίννων — κίκιννος ringlet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκιννοι — κίκιννος ringlet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκιννον — κίκιννος ringlet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλοκίκιννα — οὐλοκίκιννα, τὰ (Α) (ποιητ. τ. αντί οὖλοι κίκιννοι) τα κατσαρά τσουλούφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κίκιννος «τσουλούφια αλόγων»] … Dictionary of Greek
στημονίας — ὁ, Α φρ. «στημονίας κίκιννος» βόστρυχος όμοιος με κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + επίθημα ίας (πρβλ. οστρακ ίας)] … Dictionary of Greek