- κίκκασος
κίκκασος, ὁ, ein Wurf im Würfelspiel, Phot.; bei Hesych. κίγκασος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκκασος, ὁ, ein Wurf im Würfelspiel, Phot.; bei Hesych. κίγκασος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίκκασος — (Α) 1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα» 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρών β) «βόλου ὄνομα» ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος τής κυβευτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek
κίκκη — κίκκη, ἡ (Α) (Ησύχ.) 1. η συνουσία 2. η δυσοσμία τών γεννητικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. σύνδεση με κίκκασος «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων»] … Dictionary of Greek