- ζίζυφον
ζίζυφον, τό, rhamnus jujuba (die Frucht jujubae wird in den Apotheken gebraucht), Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζίζυφον, τό, rhamnus jujuba (die Frucht jujubae wird in den Apotheken gebraucht), Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζίζυφον — the jujube neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζιζύφου — ζίζυφον the jujube neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζιζύφων — ζίζυφον the jujube neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζίζυφα — ζίζυφον the jujube neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Jujube — Jujubee redirects here. For the RuPaul s Drag Race contestant, see Jujubee (drag queen). For the chewy candy, see Jujube (confectionery). Chinese date redirects here. For calendar dates expressed in the Chinese hierarchical system, see Date and… … Wikipedia
azufaifa — (Derivado del ár. az zifzuf o az zu zufa.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Fruto del azufaifo. SINÓNIMO yuyuba * * * azufaifa (del ár. and. «azzufáyzafa», del gr. «zíziphon», a través del arameo) f. Fruta pequeña, de tamaño algo mayor que una… … Enciclopedia Universal
ζίζυφο — και τζίτζυφο, το (AM ζίζυφον) ο καρπός τού δέντρου ζίζυφος, κν. τζιτζυφιά, γλυκός καρπός που έχει μέγεθος μικρής ελιάς με ξυλώδη πυρήνα και χρώμα ερυθροκίτρινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. από την ελλ. λ. προέρχεται το γαλλ. jujube] … Dictionary of Greek
ζιζουλά — ζιζουλά, τὸ (Α) ζίζυφον*, τζίτζυφο … Dictionary of Greek
τζίτζιφο — και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Ν βοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού αρχ. ζίζυφον] … Dictionary of Greek
azufaifa — (Del ár. hisp. azzufáyzafa, este del arameo zūzfā, y este del gr. ζίζυφον). f. Fruto del azufaifo. Es una drupa elipsoidal, de poco más de un centímetro de largo, encarnada por fuera y amarilla por dentro, dulce y comestible. Se usaba como… … Diccionario de la lengua española