κίκυς — κῑκυς, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ αἱμόρρυτοι φλέβες» δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ… … Dictionary of Greek
κῖκυς — strength fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκυς — κί̱κῡς , κῖκυς strength fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
k̂āk-1 : k̂ǝk-, probably k̂ā(i)k- : k̂īk- — k̂āk 1 : k̂ǝk , probably k̂ā[i]k : k̂īk English meaning: to jump, spring out Deutsche Übersetzung: ‘springen, hervorsprudeln, kräftig sich tummeln” Note: (with k̂ǝk as ablaut neologism from k̂ük ) Material: Gk. κηκίω… … Proto-Indo-European etymological dictionary
άκικυς — ἄκικυς ( υος), ο, η (Α) [κῑκυς] αδύνατος, εξασθενημένος … Dictionary of Greek
κικύω — (Α) [κίκυς] είμαι δυνατός, έχω δύναμη … Dictionary of Greek
κίκυος — κί̱κυος , κῖκυς strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)