κίνυμαι

κίνυμαι

κίνυμαι, = κινέομαι, nur praes. u. impf., sich bewegen; κίνυντο φάλαγγες Il. 4, 332, öfter in dieser Vrbdg; οὐδέ σε λήϑω κινύμενος 10, 280; ἔλαιον κινύμενον, umgeschütteltes Oel, 14, 173; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1308. 2, 1078; Automed. 3 (V, 129).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίνυμαι — κίννυμαι (Α) βλ. κίνυμαι. κίνυμαι και κίννυμαι (Α) κινούμαι, πορεύομαι («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινῶ] …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κινυμένας — κῑνυμένᾱς , κίνυμαι go pres part mp fem acc pl κῑνυμένᾱς , κίνυμαι go pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυμένων — κῑνυμένων , κίνυμαι go pres part mp fem gen pl κῑνυμένων , κίνυμαι go pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινύμενον — κῑνύμενον , κίνυμαι go pres part mp masc acc sg κῑνύμενον , κίνυμαι go pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνυντ' — κί̱νυνται , κίνυμαι go pres ind mp 3rd pl κί̱νυντο , κίνυμαι go imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίω — (Α) πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ. β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί… …   Dictionary of Greek

  • κινύσσομαι — (Α) κινούμαι, ταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα σσομαι] …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • κινυμέναις — κῑνυμέναις , κίνυμαι go pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυμένην — κῑνυμένην , κίνυμαι go pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”