κίχρημι — (Α) βλ. κιχρώ … Dictionary of Greek
κίχρημι — κιχράω pres ind act 1st sg κιχρημι lend pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχρώ — κιχρῶ, άω (AM, Α και κίχρημι) 1. δανείζω («τῶν δε κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ, τι βούλει», Δημοσθ.) 2. αφιερώνω, προσφέρω («κἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας ἅς ζῇ αὐτός», ΠΔ) αρχ. διακηρύσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κί χρη μι παράγεται από το … Dictionary of Greek
κίχρης — κιχράω pres ind act 2nd sg κιχράω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) κιχρημι lend pres ind act 2nd sg κιχρημι lend imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκίχρην — κιχράω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κιχράω imperf ind act 1st sg κιχρημι lend imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κιχρημι lend imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακίχρημι — (Α) [κίχρημι] φρ. «διακεχρημένον τάλαντον» χρηματικό ποσό δανεισμένο σε πολλούς … Dictionary of Greek
επικίχρημι — ἐπικίχρημι (Α) δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»] … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek