- κίχορα
κίχορα, τά, Cichorien, Nic. Alex. 429.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίχορα, τά, Cichorien, Nic. Alex. 429.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίχορα — κίχορα, τὰ (Α) το φυτό κιχόριο («κίχορα καρδαμίδας τε», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και κληρονόμησαν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. chicoree < λατ. cichorēa)] … Dictionary of Greek
κιχοριώδης — κιχοριώδης, ῶδες (Α) [κίχορα] αυτός που μοιάζει με το φυτό κιχόριο ή προέρχεται από το γένος του («κιχοριῶδες φύλλον», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
κιχόρη — κιχόρη, ἡ (Α) το φυτό κιχόριο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κίχορα, τὰ, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες … Dictionary of Greek