- κίφος
κίφος, τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίφος, τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίφος — κίφος, τὸ (Α) (μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκίφος με απώλεια τού σ (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κίφος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιφίνιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα ἐκ φοίνικος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος), πρβλ. και σκιφατόμος] … Dictionary of Greek
σκιφατόμος — ὁ, Α αυτός που κόβει κλαδιά φοίνικα για την κατασκευή στεφανιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος) + τόμος (< τέμνω)] … Dictionary of Greek
k̂iph- — k̂iph English meaning: a small twig or root Deutsche Übersetzung: “dũnner biegsamer Zweig or Wurzelteil”? Material: O.Ind. siphü “dũnne root, rod”; Gk. messenisch κίφος n. “στέφανος”; at most also Ltv. sipsna ‘strong rod”, Lith … Proto-Indo-European etymological dictionary