γέῤῥον

γέῤῥον

γέῤῥον, τό (εἴρω?), das von (Weiden-) Ruthen Geflochtene, a) einviereckiger (ῥομβοειδῆ nach Strab. XV, 3), mit rohem Rindsfell überzogener leichter Schild; einen solchen haben die Perser, Her. 7, 61 u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 13 u. Krüger zu An. 1, 8, 9; auch die Thracier, Plut. Aem. 32. – b) ein geflochtener Wagenkorb, Strab. VII p. 294. – c) nach Phryn. B. A. 33 περιφραγμάτων περιβλήματα πλεκτά, geflochtene Verzäunung, daraus gemachte Marktbude, Dem. 18, 169; πρὶν τοὺς ξένους εἰςιέναι καὶ τὰ γέῤῥα ἀναιρεῖν 59, 90. – d) = γεῤῥοχελώνη, Dion. Hal. 6, 92; vineae, 8, 5, 2. – e) nach VLL. = αἰδοῖον, com.; = σταυρός, Enpol.; = ὀϊστός, Alcm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… …   Dictionary of Greek

  • γέρρον — anything made of wicker work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γέρρον — Γέρρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρω — γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc dual γέρρον anything made of wicker work neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρα — γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρροιν — γέρρον anything made of wicker work neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρροις — γέρρον anything made of wicker work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρροισι — γέρρον anything made of wicker work neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρου — γέρρον anything made of wicker work neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρων — γέρρον anything made of wicker work neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρῳ — γέρρον anything made of wicker work neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”