κέλῡφος

κέλῡφος

κέλῡφος, τό, = κελύφη; von Früchten, Theophr.; vom Ei, Arist. gener. anim. 2, 6; von Schaalthieren, id. – Komisch nennt Ar. Vesp. 545 alte Richter ἀντωμοσιῶν κελύφη. Bei Antiphil. 41 (IX, 242) ein kleiner Kahn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέλυφος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής. * * * το (Α κέλυφος) 1. τσόφλι 2. όστρακο, καύκαλο,… …   Dictionary of Greek

  • κέλυφος — κέλῡφος , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kelyfos — (Κέλυφος) Blick auf die Insel Kelyfos im Toronäischen Golf von …   Deutsch Wikipedia

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • κελύφει — κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc dual (attic epic) κελύ̱φεϊ , κέλυφος sheath neut dat sg (epic ionic) κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • ακέλυφος — η, ο (Α ἀκέλυφος, ον) [κέλυφος] νεοελλ. όποιος δεν έχει κέλυφος, περίβλημα (αποδίδεται σε σπόρους, αβγά κ.λπ.) αρχ. καρπός, ο οποίος δεν έχει φλούδα «ἀκέλυφα φυτά» (Θεόφρ. Φυτ. Αιτ. 1, 17, 8) …   Dictionary of Greek

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • κελύφανον — κελύφανον, τὸ (Α) το κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. ανον (πρβλ. έδρ ανον, όργ ανον)] …   Dictionary of Greek

  • κλισίμετρο — Τοπογραφικό όργανο, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η γωνία κλίσης του εδάφους (γωνία μεταξύ της ευθείας που ενώνει τα σημεία στάσης και σκόπευσης και του οριζοντίου επιπέδου). Αποτελείται από ένα κυλινδρικό μεταλλικό κέλυφος, πάνω στο οποίο έχει… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”