κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… … Dictionary of Greek
Κέλαδος — a noise as of rushing waters masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλαδος — a noise as of rushing waters masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελάδοιο — Κέλαδος a noise as of rushing waters masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελάδοιο — κέλαδος a noise as of rushing waters masc gen sg (epic) κελάδω sounding pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελάδοις — Κέλαδος a noise as of rushing waters masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελάδοις — κέλαδος a noise as of rushing waters masc dat pl κελάδω sounding pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελάδοισιν — Κέλαδος a noise as of rushing waters masc dat pl (epic ionic aeolic) Κελάδων masc dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελάδοισιν — κέλαδος a noise as of rushing waters masc dat pl (epic ionic aeolic) κελάδω sounding pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) κελάδω sounding pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελάδου — Κέλαδος a noise as of rushing waters masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελάδου — κέλαδος a noise as of rushing waters masc gen sg κελάδω sounding pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) κελάδω sounding imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)