γέλος

γέλος

γέλος, , äol. = γέλως, s. Greg. Cor. p. 608.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γέλος — το 1. το γέλιο 2. γέλιο σαρκαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γέλως. Για την αλλαγή τού γένους πρβλ. ο βουνός το βουνό, η βάλσαμος το βάλσαμο, ο δάκτυλος το δάκτυλο, η ελάτη το έλατο, η δρόσος το δρόσος κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • εξαγγελεύς — ἐξαγγελεύς, ο (Α) εξάγ γελος* …   Dictionary of Greek

  • πολύγελος — ον, Α αυτός που συνοδεύεται από πολύ γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γέλος, μεταπλασμένος τ. του γέλως] …   Dictionary of Greek

  • Ծ — ( ) NBH 1 0998 Chronological Sequence: 12c Տառ բաղաձայն, անուանեալ Ծայ, մի ʼի կիսաձայնից, եւ կրկնակ, զի զօրութեամբ փակէ յինքն զոյժ տառիցս, տղ, դղ, տճ. միջակ ընդ զ, եւ ընդ ձ. զի մեղմ է քան զձ, եւ ուժգին քան զհնչիւն զայի: Ոչ գտանի յայլ լեզուս, բաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ĝel-, ĝelǝ-, ĝlē-, (also *gelēi- :) ĝ(e)lǝi- —     ĝel , ĝelǝ , ĝlē , (also *gelēi :) ĝ(e)lǝi     English meaning: light, to shine; to be joyful     Deutsche Übersetzung: “hell, heiter glänzen” and “heiter sein, lächeln, lachen”     Material: Arm. caɫr, gen. caɫu “ laughter “ (probably… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”