- κέομαι
κέομαι, ion. Nebenform von κεῖμαι, κέεται, κέονται u. ähnl., s. daselbst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέομαι, ion. Nebenform von κεῖμαι, κέεται, κέονται u. ähnl., s. daselbst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέομαι — κέω to lie down pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)