κέλευμα

κέλευμα

κέλευμα, τό, = κέλευσμα; ἐξ ἑνὸς κελεύματος Sophr. bei Ath. III, 87 a; Plat. Phaedr. 253 d u. A.; oft v. l. κέλευσμα, Lob. zu Soph. Ai. 323.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέλευμα — neut nom/voc/acc sg κέλευθος road neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευμα — το (Α κέλευμα) βλ. κέλευσμα …   Dictionary of Greek

  • κελευμάτων — κέλευμα neut gen pl κέλευθος road neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύμασι — κέλευμα neut dat pl κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύμασιν — κέλευμα neut dat pl κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύματα — κέλευμα neut nom/voc/acc pl κέλευθος road neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύματι — κέλευμα neut dat sg κέλευθος road neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύματος — κέλευμα neut gen sg κέλευθος road neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • ՀՐԱՄԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0132 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. κέλευμα, πρόσταγμα, ἑπιταγή , σύνταγμα jussum, mandatum, praeceptum, edictum, licentia, permissio χρηματισμός oraculum, decretum եւն. (լծ. պ. ֆէրման. յն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”