κέλευθος

κέλευθος

κέλευθος, , im plur. poet. auch τὰ κέλευϑα, der Weg, der Pfad, zu Lande u. zu Wasser; ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύϑου Od. 4, 389; ἡ δ' ἔϑεεν κατὰ κῠμα διαπρήσσουσα κέλευϑον 2, 429; ϑεῶν δ' ἀπόειπε κελεύϑους Il. 3, 406, die Pfade, der Wandel, das Leben der Götter; κέλευϑοι νυκτός τε καὶ ἤματος, die Bahnen der Nacht u. des Tages, auf denen Nacht u. Tag ihren wechselnden Kreislauf beschreiben, Od. 10, 86; oft bei Hom. κέλευϑα, bes. ὑγρά, ἰχϑυόεντα, von den Bahnen der Seefahrer; ἀνέμων κέλευϑα Od. 5, 383. 10, 20; ἁλὸς βαϑεῖα Pind. P. 5, 88; μυρίαι ἔργων καλῶν I. 5, 22; ἁπλόαι ζωῆς N. 8, 35, Mittel u. Wege, Art u. Weise; oft bei den Tragg., Weg, Reise, κέλευϑον τήνδ' ἔστειλα Aesch. Pers. 599, τήνδ' ἐβούλευσεν κέλευϑον 744; τέκνων τε κελεύϑοις ἐπιστρεπτὸν αἰῶνα κτίσσας Ch. 345, der Lebenspfad; von den Bahnen der Gestirne, οἷον ἄρκτου στροφάδες κέλευϑοι Soph. Trach. 130; ἐς κέλευϑά τ' ἀστέρων Eur. Hel. 350; πολλὰ κέλευϑος ἐρατύει, ein langer Weg hält dich zurück, du bist weit von mir entfernt, Soph. O. C. 161; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευϑον, das Gehen, Eur. Rhes. 212; βίου κέλ. ἄϑεος Herc. Fur. 433; sp. D. Es hängt wohl mit ἘΛΕΥΘΩ zusammen, schwerlich mit κελεύω u. κέλλω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • κέλευθος — road fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθοις — κέλευθος road fem dat pl κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθω — κέλευθος road fem nom/voc/acc dual κέλευθος road fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθων — κέλευθος road fem gen pl κέλευθος road neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσμάτων — κέλευθος road neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθου — κέλευθος road fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθους — κέλευθος road fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθως — κέλευθος road fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθῳ — κέλευθος road fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύσμασι — κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”