κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… … Dictionary of Greek
κέλευσμα — κέλευθος road neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευσμ' — κέλευσμα , κέλευθος road neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελευσματικώς — κελευσματικῶς (Μ) επίρρ. με κέλευσμα, προστακτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κελευσματικός < κέλευσμα] … Dictionary of Greek
μάινα — 1. (ναυτικό κέλευσμα) κατέβασε («μάινα τα πανιά») 2. (κέλευσμα προς τους εργάτες τών ελαιοτριβείων που στρέφουν τον μοχλό) σταμάτα 3. ως ουσ. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο αυτοί που παίζουν χωρίζονται σε δύο αντίθετα στρατόπεδα και κυνηγούν οι… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
Vulgo — y chusma son términos despectivos con los que se designa a las clases bajas, que con términos más neutros (o, en su caso admirativos) se desigan como muchedumbre, plebe, el común, el pueblo o las masas. El término chusma deriva de la palabra… … Wikipedia Español
chusma — (Del ital. ciusma, conjunto de gente soez < lat. vulgar clusma < gr. keleusma, canto del remero galeote.) ► sustantivo femenino 1 Conjunto de gente basta o despreciable. 2 HISTORIA Conjunto de galeotes. ► adjetivo/ sustantivo masculino… … Enciclopedia Universal
CELEUSMA — apud Martialem, l. 3. Epigr. 67. v. 1. s. Cessatis pueri nihilque nostis; Vatreno, Eridanoque pigriores: Quorum per vada tarda navigantes, Lentos tingitis ad celeusma remos: Graece κέλευσμα, clamor est et hortatio nautica, quâ se invicem nautae,… … Hofmann J. Lexicon universale
αίρε — Ναυτ. κέλευσμα που τό χρησιμοποιούσαν παλαιότερα κυρίως στο πολεμικό ναυτικό για την έπαρση σήματος ή σημαίας, άρση τών πανιών, κεραίας ή σκότας κ.λπ. καθώς και για την ύψωση προς τα επάνω τής προτομής τών ναυτικών πυροβόλων. Γενικότερα είχε την… … Dictionary of Greek
κέλευμα — το (Α κέλευμα) βλ. κέλευσμα … Dictionary of Greek