κέλευσμα

κέλευσμα

κέλευσμα, τό (vgl. κέλευμα), der Befehl, das Geheiß, Gebot; Λοξίου κελεύσμασιν ἥκω Aesch. Eum. 226, wie Soph. Ant. 1204; Zuruf, Aesch. Ch. 740; Geschrei, Eur. Hec. 922; auf dem Schiffe der Takt, nach dem gerudert wird, u. den der κελευστής angiebt, ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύσματος Aesch. Pers. 389; ὥςπερ σὸν κέλευσμα ἐφίεται Eur. I. T. 1483; in Prosa, ἐπακούσας τῷ πρώτῳ κελεύσματι Her. 4, 141; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος ἐμβοήσαντες Thuc. 2, 92, an die obige Stelle des Aesch. erinnernd.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • κέλευσμα — κέλευθος road neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευσμ' — κέλευσμα , κέλευθος road neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσματικώς — κελευσματικῶς (Μ) επίρρ. με κέλευσμα, προστακτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κελευσματικός < κέλευσμα] …   Dictionary of Greek

  • μάινα — 1. (ναυτικό κέλευσμα) κατέβασε («μάινα τα πανιά») 2. (κέλευσμα προς τους εργάτες τών ελαιοτριβείων που στρέφουν τον μοχλό) σταμάτα 3. ως ουσ. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο αυτοί που παίζουν χωρίζονται σε δύο αντίθετα στρατόπεδα και κυνηγούν οι… …   Dictionary of Greek

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Vulgo — y chusma son términos despectivos con los que se designa a las clases bajas, que con términos más neutros (o, en su caso admirativos) se desigan como muchedumbre, plebe, el común, el pueblo o las masas. El término chusma deriva de la palabra… …   Wikipedia Español

  • chusma — (Del ital. ciusma, conjunto de gente soez < lat. vulgar clusma < gr. keleusma, canto del remero galeote.) ► sustantivo femenino 1 Conjunto de gente basta o despreciable. 2 HISTORIA Conjunto de galeotes. ► adjetivo/ sustantivo masculino… …   Enciclopedia Universal

  • CELEUSMA — apud Martialem, l. 3. Epigr. 67. v. 1. s. Cessatis pueri nihilque nostis; Vatreno, Eridanoque pigriores: Quorum per vada tarda navigantes, Lentos tingitis ad celeusma remos: Graece κέλευσμα, clamor est et hortatio nautica, quâ se invicem nautae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίρε — Ναυτ. κέλευσμα που τό χρησιμοποιούσαν παλαιότερα κυρίως στο πολεμικό ναυτικό για την έπαρση σήματος ή σημαίας, άρση τών πανιών, κεραίας ή σκότας κ.λπ. καθώς και για την ύψωση προς τα επάνω τής προτομής τών ναυτικών πυροβόλων. Γενικότερα είχε την… …   Dictionary of Greek

  • κέλευμα — το (Α κέλευμα) βλ. κέλευσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”