- κέλευσις
κέλευσις, ἡ, das Befehlen, der Befehl, Sp.; αἱ παρὰ τὰς μάχας κελεύσεις Plut. de aud. poet. p. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέλευσις, ἡ, das Befehlen, der Befehl, Sp.; αἱ παρὰ τὰς μάχας κελεύσεις Plut. de aud. poet. p. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέλευσις — command fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσει — κέλευσις command fem nom/voc/acc dual (attic epic) κελεύσεϊ , κέλευσις command fem dat sg (epic) κέλευσις command fem dat sg (attic ionic) κελεύω urge aor subj act 3rd sg (epic) κελεύω urge fut ind mid 2nd sg κελεύω urge fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσεις — κέλευσις command fem nom/voc pl (attic epic) κέλευσις command fem nom/acc pl (attic) κελεύω urge aor subj act 2nd sg (epic) κελεύω urge fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσεσι — κέλευσις command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσεσιν — κέλευσις command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσηι — κέλευσις command fem dat sg (epic) κελεύσῃ , κέλλω drive on fut part act fem dat sg (epic ionic) κελεύσῃ , κελεύω urge aor subj mid 2nd sg κελεύσῃ , κελεύω urge aor subj act 3rd sg κελεύσῃ , κελεύω urge fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευσιν — κέλευσις command fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευση — η (ΑΜ κέλευσις) [κελεύω] 1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῡ», επιγρ.) 2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό τού κελεύοντος … Dictionary of Greek
κελεύσεων — κελεύσεω̆ν , κέλευσις command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσεως — κελεύσεω̆ς , κέλευσις command fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσῃ — κελεύσηι , κέλευσις command fem dat sg (epic) κέλλω drive on fut part act fem dat sg (epic ionic) κελεύω urge aor subj mid 2nd sg κελεύω urge aor subj act 3rd sg κελεύω urge fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)