- κάθειρξις
κάθειρξις, ἡ, das Einschließen, Einsperren; εἰς τὴν σορόν Plut. de Is. et Os. 39; Ael. H. A. 15, 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθειρξις, ἡ, das Einschließen, Einsperren; εἰς τὴν σορόν Plut. de Is. et Os. 39; Ael. H. A. 15, 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθειρξις — shutting in fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείρξει — κάθειρξις shutting in fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθείρξεϊ , κάθειρξις shutting in fem dat sg (epic) κάθειρξις shutting in fem dat sg (attic ionic) κατείργω shut in aor subj act 3rd sg (attic epic) κατείργω shut in fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείρξεις — κάθειρξις shutting in fem nom/voc pl (attic epic) κάθειρξις shutting in fem nom/acc pl (attic) κατείργω shut in aor subj act 2nd sg (attic epic) κατείργω shut in fut ind act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθειρξιν — κάθειρξις shutting in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθειρξη — η (AM κάθειρξις) περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση νεοελλ. η βαρύτερη από τις στερητικές τής ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)] … Dictionary of Greek
κάτειρξις — κάτειρξις, είρξεως, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. κάθειρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθειρξις με ιων. ψίλωση] … Dictionary of Greek
καθείρξεων — καθείρξεω̆ν , κάθειρξις shutting in fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείρξεως — καθείρξεω̆ς , κάθειρξις shutting in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείρξῃ — καθείρξηι , κάθειρξις shutting in fem dat sg (epic) κατείργω shut in aor subj mid 2nd sg (attic) κατείργω shut in aor subj act 3rd sg (attic) κατείργω shut in fut ind mid 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)