- κάθ-εφθος
κάθ-εφθος, stark-, ausgekocht, Diphil. Ath. II, 59 b u. sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθ-εφθος, stark-, ausgekocht, Diphil. Ath. II, 59 b u. sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεφθός — κατεφθός, όν (Α) βρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατεφθός (< κατ[α] * + ἑφθός «βρασμένος») σχηματίστηκε ανομοιωτικά από το καθ εφθός, με την ίδια σημ.] … Dictionary of Greek