ζά-βοτος

ζά-βοτος

ζά-βοτος, Hesych. πολύφορβος, πολύκτηνος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύβοτος — εὔβοτος, ον (Α) 1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῑς ζῴοις πᾱσιν εὔβοτον», Πλάτ.) 2. ευτραφής, καλοθρεμμένος («εὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] …   Dictionary of Greek

  • θερείβοτος — θερείβοτος, ον (Μ) (για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] …   Dictionary of Greek

  • θηρόβοτος — θηρόβοτος, ον (Α) 1. ο τόπος όπου τρέφονται άγρια ζώα ή που συντελεί στην εμφάνιση θηρίων («θηρόβοτος ἐρημοσύνη», ΑΠ) 2. θηριοσύχναστος άγριος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, ιππό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • ιππόβοτος — ἱππόβοτος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾱλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος ιστορικός τής… …   Dictionary of Greek

  • ιχθύβοτος — ἰχθύβοτος, ον (Α) περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού βοτος, ιππό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίβοτος — καλλίβοτος, ον (Α) αυτός που παρέχει καλή βοσκή («καλλίβοτος ὕλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. μεγαλό βοτος, πολύ βοτος] …   Dictionary of Greek

  • λαοβότος — λαοβότος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαοτρόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + βότος (< βόσκω), πρβλ. αιμο βότος, λεοντο βότος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοβότος — λεοντοβότος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βότος (< βόσκω), πρβλ. δρακοντο βότος, λαο βότος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λεοντόβοτος — λεοντόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό βοτος, ιππό βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • μελισσόβοτος — μελισσόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον άλλη ονομασία τού φυτού μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”