- κάνθων
κάνθων, ωνος, ὁ, der Esel, Ar. Vesp. 179; komisch für κάνϑαρος Pax 82 u. sp. D., wie Pallad. 30 (XI, 383). Auch S. Emp. adv. astrol. 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάνθων, ωνος, ὁ, der Esel, Ar. Vesp. 179; komisch für κάνϑαρος Pax 82 u. sp. D., wie Pallad. 30 (XI, 383). Auch S. Emp. adv. astrol. 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάνθων — κάνθων, ὁ (Α) 1. φορτηγός όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, κανθήλιος* 2. (στον Αριστοφ.) λογοπαικτικώς αντί κάνθαρος, σκαθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανθήλιο και κανθός] … Dictionary of Greek
κάνθων — pack ass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθων' — κάνθωνα , κάνθων pack ass masc acc sg κάνθωνι , κάνθων pack ass masc dat sg κάνθωνε , κάνθων pack ass masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθῶν — κανθός corner of the eye masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάνθων — Κάνθος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθώνων — κάνθων pack ass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθωνα — κάνθων pack ass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθωνας — κάνθων pack ass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθωνι — κάνθων pack ass masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθωνος — κάνθων pack ass masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνθωσι — κάνθων pack ass masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)