γάνος — brightness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάνος — (I) το (Α γάνος) λάμψη, ακτινοβολία αρχ. 1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῡ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ. «παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι*, κατά το ουδ. σε … Dictionary of Greek
γάνει — γάνος brightness neut nom/voc/acc dual (attic epic) γάνεϊ , γάνος brightness neut dat sg (epic ionic) γάνος brightness neut dat sg γανάω glitter pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) γανάω glitter imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГАНОС — • Γάνος, одно из трех укрепленных мест во Фракии на Пропонтиде, которые фракийский царь Севт (ΣεύΟης) обещался передать возвращавшимся из Азии 10 000 грекам. Хеn. Anab. 7, 5. 8 … Реальный словарь классических древностей
Μάξιμος, Σεραφείμ — (Γάνος Ανατολικής Θράκης 1899 – Βιέννη 1962). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και παρέμεινε εκεί έως το 1922, δρώντας ως μέλος της Πανεργατικής Ένωσης. Διετέλεσε πολλές φορές αντιπρόσωπος… … Dictionary of Greek
γάνεα — γάνος brightness neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάνιος — γάνος brightness neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lingzhi — Taxobox name = Ganoderma lucidum image width = 270px regnum = Fungi phylum = Basidiomycota classis = Agaricomycetes ordo = Polyporales familia = Ganodermataceae genus = Ganoderma species = G. lucidum binomial = Ganoderma lucidum binomial… … Wikipedia
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Ganoderma — Taxobox name = Ganoderma image width = 230px image caption = Ganoderma applanatum regnum = Fungi phylum = Basidiomycota classis = Agaricomycetes ordo = Polyporales familia = Ganodermataceae genus = Ganoderma genus authority = P. Karst subdivision … Wikipedia
ганимеды — (иноск.) прислужники, угощающие гостей вином и другими напитками (намек на мифол. Ганимеда при Юпитере) Ср. Неуклюжие ганимеды в полосатых тиковых куртках и набойчатых шейных платках, взятые с псарни и с конюшни, разносили кофе. В.И. Даль.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона