κάρδοπος

κάρδοπος

κάρδοπος, , Backtrog, Mulde, übh. ein aus einem Stücke Holz gehöhltes Gefäß; Hom. ep. 15, 6; Ar. Ran. 1157; = μάκτρα Nubb. 669; πλατεῖα Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Nic. Ther. 527, wo es einen Mörser bedeutet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάρδοπος — kneading trough fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρδοπος — η (Α κάρδοπος και καρδόπη) νεοελλ. ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα τού ψωμιού τών πληρωμάτων αρχ. 1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα τού ψωμιού, μάκτρα 2. επιγρ. ξύλινο αγγείο 3. το ιγδίον*. το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • καρδόπου — κάρδοπος kneading trough fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδόπους — κάρδοπος kneading trough fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδόπῳ — κάρδοπος kneading trough fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρδοπον — κάρδοπος kneading trough fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδοπείον — καρδοπεῑον, τὸ (Α) [κάρδοπος] 1. το σκέπασμα τής σκάφης 2. φίμωτρο …   Dictionary of Greek

  • καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • καρδόπη — καρδόπη, ἡ (Α) βλ. κάρδοπος …   Dictionary of Greek

  • στατή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «πάρνη» (κώδ. «πόρνη») 2. «κάρδοπος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”