κάρδοπος — kneading trough fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδοπος — η (Α κάρδοπος και καρδόπη) νεοελλ. ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα τού ψωμιού τών πληρωμάτων αρχ. 1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα τού ψωμιού, μάκτρα 2. επιγρ. ξύλινο αγγείο 3. το ιγδίον*. το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καρδόπου — κάρδοπος kneading trough fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδόπους — κάρδοπος kneading trough fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδόπῳ — κάρδοπος kneading trough fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδοπον — κάρδοπος kneading trough fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδοπείον — καρδοπεῑον, τὸ (Α) [κάρδοπος] 1. το σκέπασμα τής σκάφης 2. φίμωτρο … Dictionary of Greek
καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
καρδόπη — καρδόπη, ἡ (Α) βλ. κάρδοπος … Dictionary of Greek
στατή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «πάρνη» (κώδ. «πόρνη») 2. «κάρδοπος» … Dictionary of Greek