- κάρδος
κάρδος, ἡ, das röm. carduus, Ath. II, 70 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρδος, ἡ, das röm. carduus, Ath. II, 70 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρδος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδος — η (Α κάρδος) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών συνθέτων, κν. γαϊδουράγκαθο αρχ. κάκτος, φραγκοσυκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cardu(u)s «γαϊδουράγκαθο»] … Dictionary of Greek
κάρδον — κάρδος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδους — κάρδος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδων — κάρδος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόκαρδος — η, ο (Μ κακόκαρδος, η, ον) στενοχωρημένος, δύσθυμος, λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + καρδος (< καρδία), πρβλ. γενναιό καρδος, μικρό καρδος] … Dictionary of Greek
καλόκαρδος — η, ο (Μ καλόκαρδος) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος 2. αυτός που έχει καλή καρδιά, καλή ψυχή, πονετικός, ευσπλαγχνικός. επίρρ... καλόκαρδα 1. με καλή καρδιά, εύθυμα 2. με καλοσύνη και προσήνεια, με συμπάθεια … Dictionary of Greek
κατάκαρδος — η, ο 1. αυτός που βγαίνει από τα βάθη τής καρδιάς, ολόψυχος 2. εγκάρδιος. επίρρ... κατάκαρδα 1. στο βάθος τής καρδιάς («η σφαίρα τόν βρήκε κατάκαρδα») 2. φρ. α) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία β) «τόν άγγιξες κατάκαρδα» τόν … Dictionary of Greek
λεοντόκαρδος — η, ο αυτός που έχει το θάρρος και τη γενναιότητα τού λιονταριού, λεοντόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + καρδος (< καρδία), πρβλ. λαγό καρδος, πετρό καρδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
πονόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία τών άλλων, πονόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + καρδος (< καρδιά), πρβλ. ανοιχτό καρδος] … Dictionary of Greek