κάρδαμον — nose smart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδάμου — κάρδαμον nose smart neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδάμων — κάρδαμον nose smart neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδάμῳ — κάρδαμον nose smart neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδαμα — κάρδαμον nose smart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cardamom — For other uses, see Cardamom (disambiguation). Cardamom True Cardamom (Elettaria cardamomum) Scientific classification Kingdom … Wikipedia
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
κυνοκάρδαμον — κυνοκάρδαμον, τὸ (Α) είδος καρδάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κάρδαμον (πρβλ. αγριο κάρδαμον)] … Dictionary of Greek
δίκταμνο — και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η) το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο το… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
ζαφαράνα — και ζαφαρόνα, η το φυτό «ατρακτυλίς» ή «κάρδαμον το βαφικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοπερισκό za faran)] … Dictionary of Greek