- κλῑβανίτης
κλῑβανίτης, ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλῑβανίτης, ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιβανίτης — και κριβανίτης, ὁ (Α) 1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός* 2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, στεφαν ίτης)] … Dictionary of Greek
κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… … Dictionary of Greek
κλιβανωτός — κλιβανωτός, ή όν (AM, A και κριβανωτός, ή, όν) [κλίβανος] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος) άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης 2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα»… … Dictionary of Greek
κριβανίτης — κριβανίτης, ὁ (Α) βλ. κλιβανίτης … Dictionary of Greek