- κλῑβανο-ειδής
κλῑβανο-ειδής, ές, von der Gestalt des κλίβανος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλῑβανο-ειδής, ές, von der Gestalt des κλίβανος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιβανοειδής — και κριβανοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κλιβάνου, αυτός που μοιάζει με κλίβανο («πωμάσας τὸν λύχνον... ἀγγείῳ κεραμέῳ κλιβανοειδεῑ», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. κυλινδρο ειδής, σταυρο ειδής] … Dictionary of Greek