- κλῑβανεύς
κλῑβανεύς, ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλῑβανεύς, ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιβανεύς — ο (Α κλιβανεύς και κριβανεύς) [κλίβανος ή κρίβανος] αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το ψήσιμο τού ψωμιού και τών φαγητών, αρτοποιός («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.) … Dictionary of Greek
κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… … Dictionary of Greek
κριβανεύς — κριβανεύς, ὁ (Α) βλ. κλιβανεύς … Dictionary of Greek
σκοτοεργός — όν, Α αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + εργός (< έργον*), πρβλ. λιθο εργός] … Dictionary of Greek