κλῑβανίκιος

κλῑβανίκιος

κλῑβανίκιος, ἄρτος, = Folgdm, Ath. III, 113 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλιβανίκιος — και κριβανίκιος, ον (Α) (για άρτο) ο ψημένος σε κλίβανο, σε φούρνο («κλιβανίκιος δὲ καὶ φουρνάκιος χαίρουσιν ἁπαλωτέρα τῇ ζύμῃ», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος και κρίβανος + επίθημα ίκιος (πρβλ. φουρν ίκιος)] …   Dictionary of Greek

  • κριβανίκιος — κριβανίκιος, ον (Α) βλ. κλιβανίκιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”