- κηλίδωμα
κηλίδωμα, τό, der Flecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλίδωμα, τό, der Flecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλίδωμα — το (Α κηλίδωμα) [κηλιδώ] ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα … Dictionary of Greek
λέκιασμα — το [λεκιάζω] κηλίδωμα, λέρωμα … Dictionary of Greek
λίγδωμα — το [λιγδώνω] το αποτέλεσμα τού λιγδώνω, λέκιασμα, κηλίδωμα … Dictionary of Greek
ρύπωσις — ώσεως, ἡ, Μ [ῥυπῶ (ΙΙ)] το αποτέλεσμα τού ρυπώ, το λέρωμα, το κηλίδωμα … Dictionary of Greek
λέκιασμα — το, ατος το λέρωμα, το κηλίδωμα: Παρόλο που ήταν προσεκτικός δεν απέφυγε το λέκιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπίλωμα — το 1. ρύπανση. 2. μτφ., κηλίδωμα, αμαύρωση: Δε θα επιτρέψει το σπίλωμα του ονόματός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)