κηθίδιον, τό, dasselbe, Poll. 10, 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηθίδιον — κηθίδιον, τὸ (Α) [κηθίς] υποκορ. τού κηθίς* … Dictionary of Greek
κηθίνιον — κηθίνιον, τὸ (Α) κηθίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. ίνιον (πρβλ. κυτ ίνιον, σκιφ ίνιον)] … Dictionary of Greek