- κηλίδωσις
κηλίδωσις, ἡ, die Befleckung, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλίδωσις, ἡ, die Befleckung, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλίδωση — η (Μ κηλίδωσις) [κηλιδώ] λέρωμα, ρύπανση νεοελλ. μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση τής υπόληψής του») … Dictionary of Greek